atÓnito - ορισμός. Τι είναι το atÓnito
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι atÓnito - ορισμός


atónito      
atónito, -a (del lat. "attonitus"; "Estar, Quedarse, Sentirse, Dejar, Tener"; "con, de, por") adj. Asombrado hasta el punto de quedarse desconcertado, sin comprender lo que pasa. Estupefacto, maravillado, pasmado, suspenso.
atónito      
adj.
Pasmado por un objeto o suceso raro.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για atÓnito
1. "Me quedé atónito ante la calidez que expresaron por los marines.
2. Si al menos se pusieran la de River....". Alberto Podestá observa también, atónito, una especie de tardía reivindicación.
3. Gómez Arruche÷ "estoy atónito, dolorido y sorprendido" LVD – 30/06/2005 – 15.2' horas Madrid. (EFE).– El director general de la Guardia Civil, Carlos Gómez Arruche, dijo que está "atónito, dolorido y sorprendido", ante las declaraciones del ex ministro de Defensa, Federico Trillo, sobre la responsabilidad en el accidente del Yak 42 del Mando Aéreo de Levante.
4. "Hasta yo me he quedado atónito con el apoyo que hemos conseguido en las elecciones parlamentarias", ha comentado el presidente en un discurso a la nación.
5. Y en el centro de la escena, en la cinta de asfalto que serpentea entre montañas y piedras, un ciclista atónito.
Τι είναι atónito - ορισμός